- υπόπτης
- και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α1. φιλύποπτος2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -οπτης (< θ. οπ- τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ-όπτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόπτης — suspicious masc nom sg ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (doric) ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὑ̱πόπτης , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg ὑποπτάω roast a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπται — ὑπόπτης suspicious masc nom/voc pl ὑπόπτᾱͅ , ὑπόπτης suspicious masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτην — ὑπόπτης suspicious masc acc sg (attic epic ionic) ὑ̱πόπτην , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ὑ̱πόπτην , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 1st sg ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπταν — ὑπόπτᾱν , ὑπόπτης suspicious masc acc sg (epic doric aeolic) ὑπόπτης suspicious masc acc sg ὑ̱πόπτᾱν , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱πόπτᾱν , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτας — ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc acc pl ὑπόπτᾱς , ὑπόπτης suspicious masc nom sg (epic doric aeolic) ὑ̱πόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg ὑπόπτᾱς , ὑποπτάω roast a little imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχύποπτης — καχύποπτης, ὁ (Μ) ο καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + ὑπόπτης «φιλύποπτος»] … Dictionary of Greek
υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… … Dictionary of Greek
ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… … Dictionary of Greek